- καταγεμίζω
- καταγέμισα, καταγεμίστηκα, καταγεμισμένος1. γεμίζω κάτι έως επάνω: Καταγέμισες τα ποτήρια κρασί.2. γεμίζομαι έως επάνω: Καταγέμισε σήμερα η πλατεία από κόσμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.