καταγεμίζω

καταγεμίζω
καταγέμισα, καταγεμίστηκα, καταγεμισμένος
1. γεμίζω κάτι έως επάνω: Καταγέμισες τα ποτήρια κρασί.
2. γεμίζομαι έως επάνω: Καταγέμισε σήμερα η πλατεία από κόσμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταγεμίζω — (Α καταγεμίζω) γεμίζω κάτι εντελώς, υπερπληρώ («καταγέμισε τη βάρκα με ψάρια») …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”